- υποκορισμός
- οη σμίκρυνση έννοιας, η χρήση υποκοριστικών τύπων, το χαϊδευτικό όνομα: Η μάνα ονομάζει το παιδί της με υποκορισμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑποκορισμός — blandishments masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκορισμός — ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκορίζομαι νεοελλ. μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία τής γλώσσας μέσω τής οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση τής σημασίας τής πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή … Dictionary of Greek
ὑποκορισμοῖς — ὑποκορισμός blandishments masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμοί — ὑποκορισμός blandishments masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμοῦ — ὑποκορισμός blandishments masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμούς — ὑποκορισμός blandishments masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμῶν — ὑποκορισμός blandishments masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμῷ — ὑποκορισμός blandishments masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκορισμόν — ὑποκορισμός blandishments masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek